γούλα

γούλα
η
1) зоб (у птиц); 2) см. γούργουλας 1; 3) долька (фруктов, овощей); 4) ядро (ореха); 5) перен. утроба;

§ τα πέρασε όλα από τη γούλα του — он проел всё своё состояние;

όλα τα κάνει γιά τη γούλα του — а) ему бы только набить утробу; — б) он пойдёт на всё


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γούλα" в других словарях:

  • γούλα — (I) και γούλη, η (Μ γούλα) στομάχι, κοιλιά νεοελλ. 1. πρόλοβος τών πτηνών, γκούσα 2. οισοφάγος 3. η λαιμαργία 4. σκελίδα σκόρδου 5. φέτα τών κιτρωδών 6. ψίχα τού αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. gula]. (II) η (Μ γούλα) [γουλί] είδος τεύτλου νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • γούλα — η 1. οισοφάγος ή στομάχι: Νιώθει πόνο στη γούλα. 2. ο πρόλοβος, η γκούσα των πτηνών. 3. μτφ., η λαιμαργία: Με πιάνει γούλα κάθε βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • ακρογούλι — το το προγούλι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + γούλα] …   Dictionary of Greek

  • αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… …   Dictionary of Greek

  • γουλάρης — και γουλιάρης, α, ικο (Μ γουλάρης) [γούλα (I)] ο λαίμαργος …   Dictionary of Greek

  • γουλί — το (Μ γουλίν) 1. κοτσάνι, βλαστός τών λάχανων νεοελλ. 1. μικρή, στρογγυλή πέτρα με λεία επιφάνεια 2. φρ. «κουρεύτηκε γουλί» έκοψε εντελώς τα μαλλιά του μσν. είδος τεύτλου, γούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγλίον, υποκοριστικός τ. τού αρχ. άγλις, με αποβολή… …   Dictionary of Greek

  • γουλιά — η [γούλα] 1. η ποσότητα νερού ή άλλου ποτού που χωράει στη στοματική κοιλότητα για μία μόνο κατάποση, ρουφηξιά 2. (για τα υγρά) μικρή ποσότητα …   Dictionary of Greek

  • γούλη — η βλ. γούλα …   Dictionary of Greek

  • ηθικοποίηση — η 1. διάπλαση ηθικού χαρακτήρα, ηθική διαπαιδαγώγηση 2. εξαγνισμός, καθαγνισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γούλα Ιωαννίδη] …   Dictionary of Greek

  • προγούλι — το, Ν δίπλες τού δέρματος κάτω από το πιγούνι, αλλ. ακρογούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γούλα (Ι) «οισοφάγος» (πρβλ. ακρο γούλι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»